Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Η μεταμοντέρνα νοσταλγία (μέρος πρώτο)

Πριν την συσχέτισή της με παλιά κόμικς, ρετρό παιχνιδομηχανές, μουσικοχορευτικές τηλεοπτικές εκπομπές των early 90s και αφηγήσεις για τα σχολικά μας χρόνια, η νοσταλγία θεωρούνταν επικίνδυνη ψυχική ασθένεια. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει αν επιχειρήσουμε να ανατμήσουμε λεξικογραφικά τον όρο.

Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις, και, πράγματι, στην αρχική της σημασία, όπως αυτή πρωτοδιατυπώθηκε από τον φυσιολόγο Johannes Hofer το 1688, ο περί ου ο λόγος νεολογισμός (ο οποίος πλάστηκε από τις ελληνικές λέξεις "νόστος" και "άλγος", σύμφωνα με τις επιταγές του κλασικιστικού trend της εποχής) κατηγοριοποιούνταν στις στενές ψυχοπαθολογικές διαταραχές, ορίζοντας μονολεκτικά τον αφόρητο και αντιπαραγωγικό πόθο της επιστροφής στην πατρίδα που προκαλούσε η μακροχρόνια παραμομή σε ξένους τόπους. 

Ένα ύπουλο μελαγχολικό συναίσθημα, συγγενές της παράνοιας λέγανε τότε, που διέτρεχε τους Ελβετούς μισθοφόρους της εποχής και προκαλούσε συμπτώματα ακηδίας και παραίτησης από το στρατιωτικό καθήκον, τα οποία συχνά σωματοποιούνταν σε... υψηλό πυρετό, στηθάγχη και ακανόνιστο καρδιακό ρυθμό.

Παρακάτω, ένα άλλος ελβετόψυχος φυσιοδίφης, ο Johann Jakob Scheuchzer (1672-1733), βασιζόμενος στις ανακαλύψεις του Hofer, πρότεινε μια ακόμα πιο επιστημονικοφανή εξήγηση του φαινομένου. "Οι βουνίσιοι κάτοικοι των ελβετικών οροσειρών", έγραφε, "είναι πιθανόν να μην αντέξουν την χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση των πεδινών πόλεων. Συνεπώς οι Ελβετοί μέτοικοι είναι οι πλέον ευάλωτοι στην νεοφανή αυτή ασθένεια."

Έπρεπε να φτάσουμε στην αυγή της βιομηχανικής εποχής και στα γραπτά των Ruskin και Dickens προκειμένου ο όρος νοσταλγία να σχηματοποιηθεί σημασιολογικά σε αυτό που λίγο πολύ εννοούμε σήμερα.

Για ποιο λόγο η βαρετή αυτή εισαγωγή; Την αφορμή μου έδωσε το παρακάτω απόσπασμα από το πόνημα της Svetlana Boym με τίτλο "The future of Nostalgia":

"Ο 20ος αιώνας άρχισε με μία φουτουριστική ουτοπία και τελείωσε με νοσταλγία. Η παγκόσμια επιδημία της νοσταλγίας αποτελεί μία συναισθηματική λαχτάρα για κοινότητα με συλλογική μνήμη, μια λαχτάρα για συνέχεια σ' έναν κατακερματισμένο κόσμο". Και εν κατακλείδι η συγγραφέας προτείνει: "να δούμε την επιδημία αυτήν ως αμυντικό μηχανισμό σε έναν καιρό επιταχυνόμενων ρυθμών ζωής και ιστορικών αναπαραστάσεων."

Ωραίο έτσι; Πολλά θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς, αλλά το πρώτο που βγάζει μάτι είναι η εκ νέου "ψυχιατρικοποίηση" της νοσταλγίας, μέσω μιας ορολογίας βγαλμένης σχεδόν απ' τα έγκατα του ντετερμινιστικού 18ου αιώνα. Καλά εντάξει, για να μην υπερβάλουμε ας παραδεχτούμε τουλάχιστον ότι επιστρέφει στον παραδοσιακό αυστριακό φρουδισμό των αρχών του 20ου. Το λοιπόν η νοσταλγία στην μεταμοντέρνα εποχή ξαναγίνεται "επιδημία", παύει να αφορά το Ροκυ νο5, το λιώσιμο στο τέτρις και το σεργιάνι στην παλιά γειτονιά και αντιμετωπίζεται ξανά ως μαζική νευρωτική διαταραχή, έστω ουδέτερα ή και συμπαθητικά χρωματισμένη αυτήν την φορά. Πχ η τάση επανανακάλυψης των περασμένων δεκαετιών -το "back to the 60s" από τα μπαφιασμένα παιδιά των 80s, όπως και η επαναφορά των αισθητικών μοτίβων των 70s από την Gen X των 90s- αποτελεί πλέον σοβαρή υπόθεση, χρήζουσα μελέτης, και όχι απλή φευγαλέα μόδα για να γεμίζουν οι ιλουστρασιόν ψηφιακές σελίδες των life style ιστοτόπων.

Ωστόσο την προσοχή τραβάει και η πρώτη φράση του αποσπάσματος. "Ο 20ος αιώνας άρχισε με μία φουτουριστική ουτοπία και τελείωσε με νοσταλγία". Και εδώ είναι που αρχίζουμε να μπαίνουμε στην ουσία του θέματος, ψηλαφώντας την πρώτη αιτία του μαζικού φαινομένου της μεταμοντέρνας νοσταλγίας.

Πεντακόσια χρόνια από τότε που ο Τόμας Μουρ έδωσε το όνομα "Ουτοπία" στο χιλιαστικό ανθρώπινο όνειρο της επιστροφής στην χαμένη Εδέμ, το αρχικό όραμα της άπαξ πραγματωμένης ανθρώπινης ευτυχίας μέσω του σχεδιασμού και της οικοδόμησης της ιδανικής πολιτικής κοινωνίας έφτασε να φαίνεται ολοένα και πιο νεφελώδες, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης ενός ισχυρού συλλογικού φαντασιακού ικανού να πραγματώσει ένα τόσο κολοσσιαίο έργο και παράλληλα να αντιμετωπίσει τις φοβερές προκλήσεις και τις πολυπλοκότητες της διαχείρισης του.

Ή όπως απλοικότερα το διατυπώνει ο Αμερικανός management consultant Peter Drunker το σημαδιακό έτος 1989 (εμπνεόμενος πιθανόν από την ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ "There Is No Alternative"), "μια κοινωνία που συνδέει το άτομο με την κοινωνική τελειότητα δεν είναι πια πολύ πιθανή, και δεν έχει κανένα νόημα να αναμένουμε την σωτηρία να έρθει από εκεί".

Η απροσδόκητη παλίρροια της Ιστορίας, με νοητή αφετηρία τις καταρρεύσεις του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολή και πρελούδιο την προγενέστερη άνοδο του neoliberalism στις χώρες της βαθιάς Δύσης, δεν έθεσε εν αμφιβόλω μόνο την εγκυρότητα του ορθόδοξου μαρξισμού-λενινισμού, αλλά ξεθεμελίωσε το σύνολο των μεγάλων αφηγήσεων της ευρωκεντρικής νεωτερικότητας (κλασικός φιλελευθερισμός, αναρχισμός, εθνικισμός και όλα τα ενδιάμεσα/παράπλευρα) ή για ακριβολογούμε τις υποβίβασε σε προσωπικές επιλογές και παρωδικά trends στο on demand παζάρι του θεάματος, όπου ο καθένας δύναται να ψωνίσει ατομικά το όποιο ιστορικό ιδεολογικό σύμβολο επιθυμεί, μόνο και μόνο για να αντλήσει κάποιο πλαίσιο αναφοράς ώστε να ικανοποιήσει φευγαλέα την ανάγκη για τριμπαλισμό και άντληση ταυτότητας.

Από κει και πέρα, κάποιες σποραδικές απόπειρες διάψευσης των δυσοίωνων φουκουγιαμικών προβλέψεων (Τσάβες και pink tide στην Λ Αμερική, EZLN, δυτικά φοιτητοκινήματα τύπου Σιάτλ και Γένοβα) γρήγορα περιθωριοποιήθηκαν ταπεινωμένες, σβήνοντας και τις τελευταίες ελπίδες επαναφοράς της ουτοπικής ενατένησης στο δημόσιο προσκήνιο.

Έτσι λοιπόν ο κραταιός εφαρμοσμένος κομμουνισμός κατέληξε στα σοβιετικά memes και τις τρολιές του Luben, ο παραδοσιακός αναρχισμός των φλεγόμενων οδοφραγμάτων του 1848 στα πασπαλισμένα με άφθονο γκλίτερ αλφάδια των νεοφέμ, ο διανοουμενίστικος αγγλοσαξονκός φιλελευθερισμός του Μιλ παραχώρησε μεγαλοπρεπώς την θέση του σε έναν ανελέητο αγώνα virtue signaling στις λίμπεραλ σφηκοφωλιές των social, ενώ οι εθνικές ταυτότητες κονιορτοποιήθηκαν στην χοάνη του μουσειακού φολκλόρ. Παράλληλα, από τα πρωτοκοσμικά 60s και μετά, εμφανίστηκαν νέα σημεία αναφοράς, με επίκεντρο αυτήν την φορά τον γηπεδικό οπαδισμό και τα διάφορα μουσικά ρεύματα, δημιουργώντας έτσι ποικίλες ομαδώσεις οργανωμένων fans, έτοιμες να ικανοποιήσουν την ζήτηση του κόσμου για ένταξη σε φυλές και υποκουλτούρες με την συνεπακόλουθη τόνωση της αυτοεπιβεβαίωσης αλλά και την κάλυψη της φυσιολογικής ανάγκης για κοινωνικοποίηση που μια τέτοια ταυτοτική επιλογή συνεπάγεται.

Η φουτουριστική ουτοπία που δεν ήρθε ποτέ...

Βέβαια η διαδικασία της συστηματικής απομυθοποίησης συνεκτικών κοσμοθεωριών και ισχυρών προτύπων βίου με μαζική απήχηση και βαθιές ιστορικές ρίζες δεν είναι καθόλου πρωτοφανής. Περίπου το ίδιο φαινόμενο εκτυλίχθηκε αιώνες πριν με θύματα τις παραδοσιακές θρησκείες, φαινόμενο που αποτέλεσε κατά τους ιστορικούς το μεταίχμιο μεταξύ παραδοσιακού και νεώτερου κόσμου. Για να το κάνουμε εικόνα, στην παράδοση ο άνθρωπος γεννιόταν εντός της θρησκευτικής κοινότητας και μόνο με προσωπικό αγώνα και σύγκρουση με την ευρύτερη κοινωνία μπορούσε να αποτινάξει την ιδιότητα του πιστού. Αντίθετα στην (μετα-)νεωτερικότητα, ο άνθρωπος συνήθως έρχεται στον κόσμο ως ντε φακτο άθρησκος (ή έστω ονομαστικά "πιστός") και μόνο αν αργότερα το αποφασίσει δύναται να επιλέξει συνειδητά την είσοδό του στο χριστιανικό ή όποιο άλλο ποίμνιο. Ε κάτι ανάλογο παρατηρήθηκε αργότερα και με τους διαδόχους των ιστορικών θρησκειών, δλδ τις κοσμικές ιδεολογίες, ώστε να επιβεβαιωθεί ακόμη μια φορά η ρήση του Μαρξ για την Ιστορία που επαναλαμβάνεται ως φάρσα.

Και προεκτείνοντας την σκέψη μας οφείλουμε να συμπεριλάβουμε στον κατάλογο και την αλλαγή παραδείγματος που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες στον μικρόκοσμο του καθημερινού βίου, η οποία οφείλεται κατά βάση (αν και όχι αποκλειστικά) στην παρακμή του φορντικού παραγωγικού μοντέλου και την αντικατάστασή του από το τεταρτοβιομηχανικό. Όταν με μία συσκευή που χωράει στην κωλότσεπη ο καθείς μπορεί να διασυνδεθεί, να επικοινωνήσει, να εμπορευτεί, με κάθε γωνιά του πλανήτη, ε λογικόν εστί να προκαλούνται τεκτονικού τύπου μετατοπίσεις και στο ηθικοαξιακό επιφαινόμενο. Όταν οι εξελίξεις τον τομέα της γενετικής, η συνεχιζόμενη αυτοματοποίηση των μηχανών, αλλά και η μετατόπιση του παγκόσμιου κέντρου βάρους της βιομηχανίας από την μητροπολιτική Δύση προς στην Άπω Ανατολή, απαξιώνουν διαρκώς την ανθρωπογενή εργατική δύναμη, μπορούμε εύκολα να εικάσουμε τον λόγο που οι υπερεθνικές ελίτ αποκαλούν ανερυθρίαστα τον γηγενή πληθυσμό του πρώτου κόσμου ως άχρηστο τεμπέλικο υποκείμενο, καταδικάζοντάς τον να φυτοζωεί στο περιθώριο των σύγχρονων παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών. Ο παράγοντας της τεχνολογικής ανάπτυξης μοιραία σμπαραλιάζει πανάρχαιες θεσμίσεις, όπως η οικογένεια, η κοινότητα και η τοπικότητα, ο ρόλος της εργασίας, η ιερότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων, και διαταράσσει τον φυσικό αλγόριθμο που καθορίζει το καλό από το κακό. Έτσι μοιραία οδηγούμαστε στην ανθρωπολογική τερατογένεση που παρατηρείται σήμερα, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές των millennials και Gen Z.

Έχουμε και λέμε λοιπόν: κατάρρευση του προοδευτικού φαντασιακού (όπως αυτό εκφράζονταν συνοπτικά διά μέσου των μεγάλων νεωτερικών κοσμοθεωριών), αντικατάσταση της παραδοσιακής θρησκευτικότητας με new age πρακτικές, απουσία απτού νοήματος, διάχυση του αισθήματος ανασφάλειας μέσω της της υπέρβασης του έθνους κράτους προς όφελος του χαοτικού γκλομπαλισμού και της συνεπακόλουθης κατάργησης των προνοιακών πολιτικών, διάψευση των προσδοκιών για ένα καλύτερο μέλλον, μετάλλαξη του παραγωγικού μοντέλου, απότομη μεταβολή του σκληρού πυρήνα των ηθικών αξιών που συνόδευαν την ανθρωπότητα επί αιώνες, όλα αυτά δημιουργούν εύφορο έδαφος ώστε τα εκκρεμή της δημόσιας λογικής και νοοτροπίας να ταλαντωθούν απότομα στο άλλο άκρο, και από το να επενδύουν τις ελπίδες βελτίωσης σε ένα αβέβαιο και ολοένα πιο αναξιόπιστο μέλλον να τις επανεπενδύουν εκ νέου στο αμυδρά αναθυμούμενο παρελθόν, που είναι άξιο εκτίμησης για την σταθερότητα και άρα την αξιοπιστία του. Σε ένα αγρίως εξιδανικευμένο παρελθόν, του οποίου η εικόνα έχει μέχρι τώρα αξιοπρόσεκτα ανακυκλωθεί και τροποποιηθεί, διά μέσου της διαδικασίας της επιλεκτικής μνήμης/λήθης.

...και το εξιδανικευμένο παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ

Όπως σημειώνει ο Πολωνός Ζύγκουντ Μπάουμαν σε ένα από τα τελευταία του έργα (το οποίο και αποτελεί την βάση των όσων είπαμε παραπάνω): "Ο δρόμος προς τις μελλοντικές στροφές φαίνεται παράξενος και μυστηριώδης σαν μια πορεία φθοράς και εκφυλισμού. Άραγε πιθανόν ο δρόμος προς τα πίσω, προς το παρελθόν, δεν θα έχει την πρώτης τάξεως ευκαιρία να μετατραπεί σε πορεία εξαγνισμού από τις καταστροφές που διέπραξαν τα μέλλοντα όποτε μετατράπηκαν σε παρόν;"

Συνεχίζεται...